- υπεράγιος
- -ία, -ο / ὑπεράγιος, -ία, -ον, ΝΜο πάρα πολύ άγιος, ο απόλυτα άγιος («ὑπεραγία θεοτόκος», Ανδρ. Κρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπεράγιος — α, ο ο υπερβολικά άγιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)